Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ισλαμικός -ή -ό [islamikós] Ε1 : που ανήκει στο Iσλάμ· (πρβ. μουσουλμανικός, μωαμεθανικός): Iσλαμική θρησκεία / τέχνη / παράδοση. ~ πολιτισμός. ~ νόμος. Iσλαμική νομοθεσία. Iσλαμική Δημοκρατία.
[λόγ. < γαλλ. islamique (-ique = -ικός) (δες στο Iσλάμ)]