Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισάζω
1 εγγραφή
ισάζω [isázo] Ρ2.3α : (λαϊκότρ.) ισιάζω.

[αρχ. ἰσάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες