Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιπποδύναμη η [ipoδínami] Ο33 : η ισχύς μιας μηχανής σε ίππους: H ~ μιας μηχανής / ενός αυτοκινήτου.
[λόγ. ιππο-II + δύναμ(ις) -η μτφρδ. αγγλ. horsepower]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. ιππο-II + δύναμ(ις) -η μτφρδ. αγγλ. horsepower]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |