Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιπποδύναμη
1 εγγραφή
ιπποδύναμη η [ipoδínami] Ο33 : η ισχύς μιας μηχανής σε ίππους: H ~ μιας μηχανής / ενός αυτοκινήτου.

[λόγ. ιππο-II + δύναμ(ις) -η μτφρδ. αγγλ. horsepower]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες