Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιππήλατος
1 εγγραφή
ιππήλατος -η -ο [ipílatos] Ε5 : που τον σέρνει, τον κινεί άλογο: Iππήλατο όχημα. Tα παλιά ιππήλατα τραμ.

[λόγ. < αρχ. ἱππήλατος `χώρος κατάλληλος για ιππασία ή για άρματα΄ σημδ. αγγλ. horse driven (wagon) ή γερμ. Ρferdefuhrwerk]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες