Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιππήλατος -η -ο [ipílatos] Ε5 : που τον σέρνει, τον κινεί άλογο: Iππήλατο όχημα. Tα παλιά ιππήλατα τραμ.
[λόγ. < αρχ. ἱππήλατος `χώρος κατάλληλος για ιππασία ή για άρματα΄ σημδ. αγγλ. horse driven (wagon) ή γερμ. Ρferdefuhrwerk]