Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιππάριο
1 εγγραφή
ιππάριο το [ipário] Ο40 : (παλαιοντ.) ονομασία θηλαστικού που έμοιαζε με άλογο και σήμερα έχει εκλείψει.

[λόγ. < νλατ. hipparion (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἱππάριον `αλογάκι΄, αρχ. σημ.: `παλιάλογο΄(υποκορ. του ἵππος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες