Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιοντικός -ή -ό [iondikós] Ε1 : που έχει σχέση με τα ιόντα: Iοντικό μέγεθος, συγκέντρωση ιόντων σε διάλυμα, σε υλικό.
[λόγ. ιοντ- (δες ιόν) -ικός μτφρδ. γαλλ. ionique < ion = ιόν -ique = -ικός]