Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιοντικός
1 εγγραφή
ιοντικός -ή -ό [iondikós] Ε1 : που έχει σχέση με τα ιόντα: Iοντικό μέγεθος, συγκέντρωση ιόντων σε διάλυμα, σε υλικό.

[λόγ. ιοντ- (δες ιόν) -ικός μτφρδ. γαλλ. ionique < ion = ιόν -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες