Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιξώδης
1 εγγραφή
ιξώδης -ης -ες [iksóδis] Ε11 : (λόγ., σε ειδ. όρους) που μοιάζει με την κολλώδη ουσία του ιξού· κολλώδης.

[λόγ. < αρχ. ἰξώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες