Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιντερμέτζο το [intermédzo] Ο39 : μικρή αυτοτελής μουσική σύνθεση η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ των μερών μιας άλλης μεγάλης σύνθεσης· (πρβ. ιντερμέδιο).
[λόγ.(;) < ιταλ. intermezzo]