Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ινκόγκνιτο
1 εγγραφή
ινκόγνιτο [iŋkóγnito] & ινκόγκνιτο [iŋkógnito] & ιγκόγκνιτο [iŋgógnito] & ιγκόγνιτο [iŋgóγnito] επίρρ. : για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα πρόσωπο, επίσημο ή απλώς γνωστό στο ευρύ κοινό, κρύβει μια ανεπίσημη επίσκεψή του, ένα ταξίδι κτλ., για να αποφύγει τις επισημότητες και τη δημοσιότητα: Tαξιδεύω ~. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επισκέφτηκε τη γενέτειρά του ~. || (ως ουσ.) μυστικότητα που αφορά ανεπίσημη μετακίνηση: Οι δημοσιογράφοι παραβίασαν το ~.

[ινκόγνιτο: λόγ. < διεθ. incognito ουδ. του λατ. incognitus (ορθογρ. δαν. και διατήρηση του λατ. τονισμού)· -γκν-: διατήρηση της προφ. που έχει σε ξένες γλώσσες· ιγκ-: προσαρμογή στον κανόνα προφ. ριν. και άηχου κλειστού συμφ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες