Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιμπρεσιονιστής
1 εγγραφή
ιμπρεσιονιστής ο [impresionistís] Ο7 θηλ. ιμπρεσιονίστρια [impresioní stria] Ο27 : 1. ζωγράφος που ακολουθεί την τεχνοτροπία του ιμπρεσιονισμού. || (ως επίθ.): Iμπρεσιονιστές ζωγράφοι. 2. λογοτέχνης που ακολουθεί την τεχνοτροπία του ιμπρεσιονισμού. || (ως επίθ.): Iμπρεσιονιστές ποιητές.

[λόγ. < γαλλ. impressioniste (-iste = -ιστής) (ορθογρ. δαν.)· λόγ. ιμπρεσιονισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες