Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιμπεριαλιστής
1 εγγραφή
ιμπεριαλιστής ο [imberialistís] Ο7 θηλ. ιμπεριαλίστρια [imberialístria] Ο27 : το πρόσωπο που υποστηρίζει και εφαρμόζει μια ιμπεριαλιστική πολιτική: H κυβέρνηση των ιμπεριαλιστών.

[λόγ. < γαλλ. impérialiste (-iste = -ιστής)· λόγ. ιμπεριαλισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες