Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιματισμός
1 εγγραφή
ιματισμός ο [imatizmós] Ο17 : το σύνολο των ειδών που χρησιμοποιούνται για την ενδυμασία: Kατάστημα ειδών ιματισμού· (πρβ. ρουχισμός). Bιομηχανία / βιοτεχνία ιματισμού. || Οι εργαζόμενοι στον ιματισμό, στον οικονομικό κλάδο της παραγωγής ενδυμάτων.

[λόγ. < ελνστ. ἱματισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες