Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιλουστρασιόν
1 εγγραφή
ιλουστρασιόν [ilustrasxón] Ε (άκλ.) : για είδος χαρτιού με γυαλιστε ρή επιφάνεια: Kόλες / χαρτί ~. Εκτύπωση σε ~.

[λόγ. < γαλλ. illustration (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες