Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ικμάδα
1 εγγραφή
ικμάδα η [ikmáδa] Ο26 : στοιχείο ζωτικότητας: Aνάλωσε και την τελευταία ~ του.

[λόγ. < αρχ. ἰκμάς, αιτ. -άδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες