Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιερο-
1 εγγραφή
ιερο- [iero] & ιερό- [ieró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ιερ- [ier], σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά και τα παράγωγά τους· δηλώνει: 1. το πρόσωπο που εκτός από την ιδιότητα που εκφράζει το β' συνθετικό έχει συγχρόνως και το βαθμό του ιερέα: ~διδάσκαλος, ~μάρτυρας, ~μόναχος, ιεραπόστολος. || ότι το β' συνθετικό έχει σχέση με την αμφίεση των κληρικών: ~ράπτης, ~ραφείο. 2. ότι το β' συνθετικό έχει σχέση με τον ορθόδοξο χριστιανικό ναό: ~φυλάκιο, ~ψάλτης. 3. ότι το β' συνθετικό έχει σχέση με τα ιερά, τα θεία: α. μιας θρησκείας: ~μάντης, ~δίκης· ~δικείο· ιερόσυλος. β. της (ορθόδοξης) χριστιανικής θρησκείας: ~κήρυκας, ~σπουδαστήριο, ~σπουδαστής. 4. ότι το β' συνθετικό έχει σχέση με την ιερά εξέταση: ~δικαστής, ~εξεταστής· ~δικαστικός, ~εξεταστικός.

[λόγ. < αρχ. ἱερ(ο)- θ. του επιθ. ἱερό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἱερο-κῆρυξ `κήρυκας σε θυσία΄, ελνστ. ἱερ-άρχης & νλατ. hiero- < λατ. hiero- < αρχ. ἱερο-: ιερο-κρατία < νλατ. hierocratia]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες