Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιερολογώ
1 εγγραφή
ιερολογώ [ieroloγó] Ρ10.9α : (για κληρικούς) διαβάζω ευχές, παρέχω με τελετή τις ευλογίες της Εκκλησίας: ~ το γάμο.

[λόγ. < ελνστ. ἱερολογῶ `διηγούμαι ιερούς λόγους΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες