Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιερολογία
1 εγγραφή
ιερολογία η [ierolojía] Ο25 : η πράξη του ιερολογώ: H ~ ενός θρησκευτικού μυστηρίου.

[λόγ. < ελνστ. ἱερολογία `ομιλία για ιερά πράγματα΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες