Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιεροδιδάσκαλος ο [ieroδiδáskalos] & ιεροδάσκαλος ο [ieroδáskalos] Ο19 : ιερέας και δάσκαλος στοιχειώδους εκπαίδευσης.
[λόγ. < ελνστ. ἱεροδιδάσκαλος (για τον Ποντίφικα της Ρώμης)· απλολ. [δiδa > δa] κατά το διδάσκαλος > δάσκαλος]