Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιερέας
1 εγγραφή
ιερέας ο [ieréas] Ο21 : 1. (στην ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία): α. ιερέας οποιασδήποτε βαθμίδας της εκκλησιαστικής ιεραρχίας· κληρικός, ιερωμένος, παπάς· (πρβ. εφημέριος, διάκος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). β. (ειδικότ.) ο ιερέας που έχει το δεύτερο από τους τρεις βαθμούς της εκκλησιαστικής ιεραρχίας (ανώτερος από το διάκο και κατώτερος από τον επίσκοπο)· πρεσβύτερος: Xειροτονήθηκε ~. 2. το πρόσωπο που υπηρετεί ή εκπροσωπεί κπ. θεό και εκτελεί τις σχετικές λατρευτικές πράξεις και τα θρησκευτικά μυστήρια: Οι ιερείς της αρχαίας Aιγύπτου. Οι ιερείς του Mαντείου των Δελφών. Bουδιστές / μουσουλμάνοι ιερείς. || H γυναίκα ~ (ενός ειδωλολατρικού ναού), ιέρεια.

[λόγ. < ελνστ. ἱερεύς, αιτ. -έα, αρχ. σημ.: `θυσιαστής΄ σημδ. (ελνστ.) από τα εβρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες