Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιδιόχειρος
1 εγγραφή
ιδιόχειρος -η -ο [iδióxiros] Ε5 : που τον έχει φτιάξει κάποιος με το δικό του χέρι: Iδιόχειρη διαθήκη· (πρβ. αυτόγραφος). Iδιόχειρο σκίτσο. ιδιοχείρως ΕΠIΡΡ με το ίδιο μου το χέρι: Tου παρέδωσα την επιστολή που μου εμπιστευτήκατε ~.

[λόγ. < μσν. ιδιόχειρος < ιδιο- + χειρ- (δες χείρα) -ος· λόγ. ιδιόχειρ(ος) -ως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες