Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιδιόμελο
1 εγγραφή
ιδιόμελο το [iδiómelo] Ο41 : (στη βυζαντινή μουσ.) τροπάριο σε πεζό λόγο με δική του μελωδία: Tα ιδιόμελα του Επιταφίου.

[λόγ. < μσν. ουσιαστικοπ. ουδ. επιθ. ιδιόμελον (ενν. τροπάριον) < ιδιο- + μέλ(ος) -ον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες