Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιδιόλεκτο
1 εγγραφή
ιδιόλεκτο το [iδiólekto] Ο41 : η ιδιαίτερη γλώσσα που χρησιμοποιεί ένα άτομο και με επέκταση η ιδιαίτερη γλώσσα που πλάστηκε και χρησιμοποιείται από ένα περιορισμένο σύνολο ατόμων (παρέα φίλων, οικογένεια κτλ.).

[λόγ. < αγγλ. idiolect < idio- = ιδιο- + -lect = -λεκτο(ν) αναλ. προς τη λ. dialect = διάλεκτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες