Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιδιωτισμός
1 εγγραφή
ιδιωτισμός ο [iδiotizmós] Ο17 : έκφραση με ιδιαίτερη σημασία ή σύνταξη που λέγεται σε μια γλώσσα, π.χ. «μαλλιά κουβάρια», «φωτιά και λάβρα», «άρον άρον»: Λαϊκοί / λόγιοι ιδιωτισμοί. Οι ιδιωτισμοί είναι στοιχεία εκφραστικά και αναντικατάστατα, που πλουτίζουν την κοινή γλώσσα. (διαφορετικό από το ιδιωματισμός· βλ. λ.).

[λόγ. < αρχ. ἰδιωτισμός `κοινή ή χυδαία έκφραση, έλλειψη καλλιέργειας΄ σημδ. αγγλ. idiom < αρχ. ἰδίωμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες