Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιδιωτικός
1 εγγραφή
ιδιωτικός -ή -ό [iδiotikós] Ε1 : 1α. που δεν ανήκει στο κοινωνικό σύνολο ή στο κράτος, παρά σε ιδιώτη. ANT δημόσιος, κρατικός, δημοτικός, κοινοτικός: Iδιωτική περιουσία / επιχείρηση / κλινική. Iδιωτικό σχολείο. Iδιωτικό κεφάλαιο. Ο ~ τομέας της οικονομίας, το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων των ιδιωτών. ANT δημόσιος. Iδιωτική πρωτοβουλία. β. που ανήκει σε ιδιώτη και δεν προορίζεται για εξυπηρέτηση του κοινού: ~ κήπος / δρόμος / γκαράζ. Iδιωτικά μέσα μεταφοράς. Iδιωτικό αυτοκίνητο / αεροπλάνο. Aυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης (IX). || για εργαζόμενο σε ιδιωτική επιχείρηση: ~ υπάλληλος / εκπαιδευτικός. ~ αστυνομικός, ντέτεκτιβ. γ. (νομ.) Iδιωτικό δίκαιο, που αφορά τις σχέσεις μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων: Διεθνές Iδιωτικό Δίκαιο. Nομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (NΠIΔ). Σύμβαση ιδιωτικού δικαίου. 2. που δεν έχει επίσημο χαρακτήρα, που τον κάνει κάποιος όχι με την επίσημη ιδιότητά του αλλά ως ιδιώτης: Iδιωτικό συμφωνητικό, που δε γίνεται ενώπιον επίσημης ή δημόσιας αρχής. 3. για ό,τι αναφέρεται αποκλειστικά σε ορισμένο πρόσωπο και δεν ενδιαφέρει τους άλλους· προσωπικός: Δε σας επιτρέπω να επεμβαίνετε στην ιδιωτική μου ζωή. Πρόκειται για ιδιωτική υπόθεση που δε σας αφορά. || Ο δημόσιος και ο ~ βίος των αρχαίων Ελλήνων. ιδιωτικά ΕΠIΡΡ κυρίως στη σημ. 2.

[λόγ. < αρχ. ἰδιωτικός & σημδ. γαλλ. privé, αγγλ. private, γερμ. Ρrivat-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες