Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιδιωτικοποίηση η [iδiotikopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ιδιωτικοποιώ. ANT δημοσιοποίηση, κρατικοποίηση: Ορισμένα κόμματα αντιδρούν στην ~ των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Οι ιδιωτικοποιήσεις προβάλλονται ως η μοναδική λύση για την ανάκαμψη της οικονομίας.
[λόγ. ιδιωτικοποιη- (ιδιωτικοποιώ) -σις > -ση]