Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιδιάζων
1 εγγραφή
ιδιάζων -ουσα -ον [iδiázon] Ε12 : (λόγ.) που έχει εντελώς ιδιαίτερο και μοναδικό χαρακτήρα: Iδιάζουσα κατάσταση, ιδιαίτερη και μοναδική. Iδιάζουσα οσμή, ιδιαίτερη και χαρακτηριστική. ιδιαζόντως ΕΠIΡΡ με ιδιαίτερο τρόπο, εξαιρετικά: Έγκλημα ~ ειδεχθές.

[λόγ. < ελνστ. ἰδιάζων, μεε. του ἰδιάζω· λόγ. < ελνστ. ἰδιαζόντως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες