Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιδαλγός ο [iδalγós] Ο17 : παλαιός κατώτερος τίτλος ευγενείας στην Iσπανία: Οι φτωχοί ιδαλγοί.
[λόγ. < γαλλ. idalgo (ορθογρ. δαν.) -ς < ισπαν. hidalgo]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < γαλλ. idalgo (ορθογρ. δαν.) -ς < ισπαν. hidalgo]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |