Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιδαλγός
1 εγγραφή
ιδαλγός ο [iδalγós] Ο17 : παλαιός κατώτερος τίτλος ευγενείας στην Iσπανία: Οι φτωχοί ιδαλγοί.

[λόγ. < γαλλ. idalgo (ορθογρ. δαν.) < ισπαν. hidalgo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες