Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θύσανος
1 εγγραφή
θύσανος ο [θísanos] Ο19 : I. σύνολο μακριών τεχνητών ή φυσικών νημάτων τα οποία είναι ενωμένα μόνο στο ένα τους άκρο, αφήνοντας το άλλο ελεύθερο· φούντα: H ουρά του αλόγου καταλήγει σε θύσανο. II. (μετεωρ.) κατηγορία νεφών τα οποία είναι τελείως λευκά, λεπτά και διαφανή και έχουν νηματοειδή μορφή. III. (βοτ.) ονομασία νηματοειδούς ταξιανθίας.

[λόγ. < αρχ. θύσανος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες