Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θύραθεν
1 εγγραφή
θύραθεν [θíraθen] επίρρ. : στις λόγιες εκφράσεις ~ παιδεία / φιλοσοφία, η κλασική, σε αντίθεση με την εκκλησιαστική.

[λόγ. < μσν. θύραθεν `οι μη χριστιανοί΄ < αρχ. επίρρ. θύραθεν `από έξω από την πόρτα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες