Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θωρώ
1 εγγραφή
θωρώ [θoró] Ρ10.9α : (λογοτ., λαϊκότρ.) κοιτάζω, βλέπω.

[μσν. θωρώ < θιωρώ < αρχ. θεωρῶ `κοιτάζω, παρατηρώ΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες