Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θωριά
1 εγγραφή
θωριά η [θorjá] Ο24 : (λογοτ., λαϊκότρ.) εξωτερική εμφάνιση, όψη, μορφή, παρουσιαστικό.

[μσν. θωριά (στη νέα σημ.) < θεωριά < αρχ. θεωρία `θέα, θέαμα΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες