Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θωμισμός ο [θomizmós] Ο17 : η θεολογική και φιλοσοφική διδασκαλία του Θωμά του Aκινάτη.
[λόγ. < γαλλ. thomisme < Thom(as) < λατ. Thomas < ελνστ. Θωμ(ᾶς) -isme = -ισμός]