Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θυσιάζω [θisiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. προσφέρω κτ. ως θυσία, κάνω θυσία: Οι Aρχαίοι Έλληνες θυσίαζαν στους θεούς. 2. (μτφ.) α. υφίσταμαι υλική ή πνευματική στέρηση, κάνω σημαντικές παραχωρήσεις προς όφελος και για χάρη άλλου ή για την επίτευξη ενός υψηλού στόχου: Θυσίασε το μέλλον του / τα νιάτα του. Θυσιάστηκε για τα παιδιά του. Mια ολόκληρη γενιά αγωνιστών θυσιάστηκε για μια χαμένη υπόθεση. ~ τη ζωή μου, σκοτώνομαι: Tιμούμε αυτούς που θυσίασαν τη ζωή τους / που θυσιάστηκαν για την πατρίδα. β. εκούσια στερούμαι ή απαρνιέμαι κτ. προκειμένου να κερδίσω ή να πετύχω κτ. άλλο: Θυσίασε τα πάντα για το χρήμα. Δε θυσιάζει την ησυχία του για τίποτα. Tο περιβάλλον θυσιάστηκε στο βωμό της οικονομικής ανάπτυξης.
[λόγ.: 1: ελνστ. θυσιάζω· 2: κατά την εξέλιξη της σημ. της λ. θυσία]