Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θυλάκιο
1 εγγραφή
θυλάκιο το [θilákio] Ο40 : (ανατ.) α. μικρή κύστη που αποτελεί στοιχείο πολλών οργάνων του σώματος. β. εμβρυοθυλάκιο.

[λόγ. < αρχ. θυλάκιον `μικρός θύλακος΄ κατά τις σημ. της λ. θύλακος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες