Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρυλείται
1 εγγραφή
θρυλείται [θrilíte] Ρ10.9β : (λόγ.) για κτ. το οποίο διαδίδεται και κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά ως θρύλος. || για κτ. το οποίο εξάπτει εξαιρετικά τη φαντασία και διαδίδεται ως μια διογκωμένη φήμη.

[λόγ. < γ' εν. παθ. του αρχ. ρ. θρυλῶ `λέω και ξαναλέω΄ κατά τη σημ. της αρχ. μπε. το θρυλούμενον `που είναι στο στόμα όλων΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες