Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θρονιάζω [θronázo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.) : (οικ.) 1. κάθομαι, βολεύομαι κάπου άνετα και χωρίς διάθεση να σηκωθώ γρήγορα ή να παραχωρήσω τη θέση μου σε κπ. άλλο: Εσύ θρονιάστηκες καλά καλά· εγώ πού να καθίσω; 2. (μτφ.) για κπ. ο οποίος απρόσκλητα εγκαθίσταται για μεγάλο διάστημα κάπου με αποτέλεσμα να προκαλεί δυσαρέσκεια: Ήρθε για δύο μέρες, αλλά θρονιάστηκε για τα καλά και δε λέει να φύγει.
[μσν. θρονιάζω < θρόν(ος) -ιάζω]