Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θροΐζω
1 εγγραφή
θροΐζω [θroízo] Ρ2.1α : για το θρόισμα που δημιουργεί ο αέρας καθώς φυσά ανάμεσα από τα φύλλα των δέντρων. || Θρόιζε ελαφρά η φούστα της.

[λόγ. < αρχ. θρό(ος) `θόρυβος, βαβούρα΄ -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες