Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρασίμι
1 εγγραφή
θρασίμι το [θrasími] Ο44 : (λαϊκότρ.) ψόφιο ζώο· ψοφίμι. || (υβρ. για πρόσ.) ανίκανος, τεμπέλης και άχρηστος άνθρωπος.

[μσν.(;) *θηρασίμιον με συγκ. του άτ. [i] < υποκορ. του αρχ. ουσιαστικοπ. επιθ. θηράσιμ(ος) `που μπορεί να κυνηγηθεί΄ -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες