Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρήσκος
1 εγγραφή
θρήσκος -α -ο [θrískos] Ε4 : που έχει βαθύτατη πίστη και τηρεί με ευλάβεια τους κανόνες της θρησκείας του. || (ως ουσ.) ο θρήσκος, θηλ. θρήσκα.

[ελνστ. θρῆσκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες