Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θορυβοποιός -ός / -ά -ό [θorivopiós] Ε13 : 1. που δημιουργεί: α. θόρυβο1α. β. θόρυβο2β· ταραχοποιός*: Θορυβοποιά στοιχεία αναστάτωσαν τη συνεδρίαση. 2. (ως ουσ.) ο θορυβοποιός: α. Ο ~ της τάξης πήρε αποβολή. β. Ο γνωστός ~ της Bουλής.
[λόγ. < ελνστ. θορυβοποιός]