Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θολωτός
1 εγγραφή
θολωτός -ή -ό [θolotós] Ε1 : α. που η στέγη του είναι θόλος: ~ τάφος. Θολωτή εκκλησία. β. που έχει σχήμα θόλου: Θολωτή κατασκευή. Θολωτή γέφυρα / πόρτα.

[λόγ. < μσν. θολωτός < θόλ(ος) -ωτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες