Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θολοσκέπαστος
1 εγγραφή
θολοσκέπαστος -η -ο [θolosképastos] Ε5 : που έχει θολωτή στέγη· θολοσκεπής.

[λόγ. θόλ(ος) -ο- + σκεπασ- (σκεπάζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες