Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θολίτης
1 εγγραφή
θολίτης ο [θolítis] Ο10 : πέτρα λαξευμένη σε σχήμα σφήνας, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ενός θόλου.

[λόγ. θόλ(ος) -ίτης μτφρδ. γερμ. Gewölbstein ή γαλλ. voussoir ή αγγλ. arch stone]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες