Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θνησιγενής -ής -ές [θnisijenís] Ε10 : 1. (ιατρ.) που πεθαίνει μόλις γεννηθεί ή που γεννιέται νεκρός: Θνησιγενές νεογνό. 2. (μτφ.) που από τη στιγμή της δημιουργίας, της σύστασής του παρουσιάζει σημεία διάλυσης, που δε διαθέτει τις δυνατότητες για να επιβιώσει: ~ κυβέρνηση χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία. ~ θεσμός. Θνησιγενές κράτος.
[λόγ. < ελνστ. θνῆσι(ς) `θάνατος΄ + -γενής μτφρδ. γαλλ. mort-né (πρβ. μσν. θνησκόγενος `που πεθαίνει στη γέννα΄)]