Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θησαυροφύλακας
1 εγγραφή
θησαυροφύλακας ο [θisavrofílakas] Ο5 : υπάλληλος του θησαυροφυλακίου.

[λόγ. < ελνστ. θησαυροφύλαξ, αιτ. -ακα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες