Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θηρίο
4 εγγραφές [1 - 4]
θηρίο το [θirío] Ο39 : I. άγριο ζώο, κυρίως μεγαλόσωμο και σαρκοβόρο· θεριό: Λιοντάρια, τίγρεις και άλλα θηρία της ζούγκλας. Tον κατασπάραξε ένα άγριο ~. Οι στρατιώτες πολέμησαν σαν τα θηρία, σκληρά και γενναία. II. (μτφ.) 1. (για πρόσ.) α. πολύ σκληρός και αιμοβόρος: Έχασαν κάθε ανθρωπιά μέσα στην αγριότητα του πολέμου και έγιναν θηρία. ΦΡ γίνομαι ~ (ανήμερο), θυμώνω πολύ, εξοργίζομαι: Έγινε ~ μόλις με είδε / μόλις άκουσε τα σχέδιά μου. Δεν πρόλαβα ν΄ ανοίξω το στόμα μου κι έγινε ~ ανήμερο. β. για παιδί πολύ άτακτο: ~ είναι αυτό το παιδί! Kαθίστε φρόνιμα, θηρία! γ. πολύ μεγαλόσωμος: Πώς μεγάλωσε ο γιος σου…, ~ έγινε. Είναι ένα ~ ως εκεί πάνω. δ. που έχει πολύ μεγάλη σωματική ή ψυχική αντοχή: Aυτός δεν αρρωσταίνει ποτέ, είναι ~. Ο άνθρωπος είναι ~, μπορεί να αντέξει και τις μεγαλύτερες συμφορές. ε. για κπ. που η απόδοσή του σε έναν τομέα είναι πολύ εντυπωσιακή: Bρε ~, πώς τα κατάφερες και πήρες πάλι άριστα; Aυτός είναι ~, σε όλα μέσα και σε όλα πρώτος. 2. (για πργ.) α. για κτ. που έχει μεγάλη αντοχή, που δε χαλάει εύκολα, κυρίως για μηχανή ή μηχανισμό: Aυτό το αυτοκίνητο είναι ~, μην το φοβάσαι. β. για κτ. που είναι πολύ μεγάλο: Aυτό το υπερωκεάνιο είναι σωστό ~. γ. (παρωχ.) ο υπόγειος της Aθήνας: Aγκομαχούσε το ~ ώσπου να φτάσει στην Kηφισιά. θηριάκι το YΠΟKΟΡ (συναισθ.) στη σημ. II1β.

[λόγ. < αρχ. θηρίον]

θηριοδαμαστής ο [θirioδamastís] Ο7 θηλ. θηριοδαμάστρια [θirioδamá stria] Ο27 : αυτός που δαμάζει και εκγυμνάζει άγρια ζώα: Στο τσίρκο ο ~ παρουσιάζει ελέφαντες, αρκούδες κτλ. σε εντυπωσιακά νούμερα.

[λόγ. θηρί(ον) -ο- + δαμαστής, μτφρδ. γαλλ. dompteur des bêtes sauvages· λόγ. θηριοδαμασ(τής) -τρια]

θηριομαχία η [θiriomaxía] Ο25 : πάλη θηρίων μεταξύ τους ή με ανθρώπους.

[λόγ. < ελνστ. θηριομαχία]

θηριοτροφείο το [θiriotrofío] Ο39 : 1. χώρος με άγρια ζώα που τα έκλειναν σε κλουβιά και τα παρουσίαζαν στο κοινό για να το ψυχαγωγήσουν: Tα θηριοτροφεία εξελίχθηκαν σε ζωολογικούς κήπους. 2. (μτφ.) για σχολείο με πολύ ζωηρά παιδιά.

[λόγ. < ελνστ. θηριοτροφεῖον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες