Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θημωνιά
3 εγγραφές [1 - 3]
θημωνιά η [θimoná] Ο24 : σωρός από δεμάτια σιτηρών ή χόρτου ο οποίος, χάρη στο κατάλληλο σχήμα του και στη σωστή τοποθέτησή του, μπορεί να διατηρηθεί αρκετό χρονικό διάστημα στο ύπαιθρο: Tετράγωνη / κυκλική / κωνική ~.

[ελνστ. θημωνιά]

θημωνιάζω [θimonázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω τα δεμάτια των σιτηρών ή του χόρτου θημωνιά ή θημωνιές.

[μσν. θημωνιάζω < θημωνι(ά) -άζω]

θημώνιασμα το [θimónazma] Ο49 : η ενέργεια του θημωνιάζω.

[θημωνιασ- (θημωνιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες