Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θηλαίος
1 εγγραφή
θηλαίος -α -ο [θiléos] Ε4 : (ανατ.) που ανήκει ή αναφέρεται στη θηλή του μαστού: ~ μυς. Θηλαία άλως*.

[λόγ. θηλ(ή) -αίος μτφρδ. γαλλ. thélial < αρχ. θηλ(ή) -ial = -αίος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες