Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεόπνευστος
1 εγγραφή
θεόπνευστος -η -ο [θeópnefstos] Ε5 : που τον εμπνέει ο Θεός ή που γίνεται με θεϊκή έμπνευση: ~ προφήτης / λόγος. Θεόπνευστο κήρυγμα. H Aγία Γραφή είναι θεόπνευστο βιβλίο.

[λόγ. < ελνστ. θεόπνευστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες