Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεωρητής
1 εγγραφή
θεωρητής ο [θeoritís] Ο7 θηλ. θεωρήτρια [θeorítria] Ο27 : αυτός που κάνει θεώρηση1, συνήθ. κειμένου που πρέπει να ελεγχθεί και ενδεχομένως να διορθωθεί.

[λόγ. < ελνστ. θεωρητής `θεατής, κάποιος που επιβλέπει΄ σημδ. γαλλ. réviseur· λόγ. θεωρη(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες